- ακριβά
- 1) dearly2) expensively
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ἀκριβάσας — ἀκριβά̱σᾱς , ἀκριβάζω to be proud fut part act fem acc pl (doric) ἀκριβά̱σᾱς , ἀκριβάζω to be proud fut part act fem gen sg (doric) ἀκριβάσᾱς , ἀκριβάζω to be proud aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβᾶς — ἀκριβᾶ̱ς , ἀκριβάζω to be proud fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκρῑβᾶς , ἀκριβής exact masc/fem acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβάντων — ἀκριβά̱ντων , ἀκριβάζω to be proud fut part act masc/neut gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
ακριβαγοράζω — 1. αγοράζω κάτι ακριβά, σε υψηλή τιμή 2. αποκτώ κάτι με μεγάλο ή με οδυνηρό αντάλλαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ακριβά + αγοράζω. ΠΑΡ. ακριβαγόραστος] … Dictionary of Greek
ακριβο- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Το ακριβο προήλθε είτε από το επίθ. ακριβός (κατά τη σύνθεσή του με ονόματα κυρίως) ή από το παράγωγο επίρρ. ακριβά (κατά τη σύνθεσή του με ρήματα). Το ακριβο ως … Dictionary of Greek
κοστίζω — (Μ κοστίζω και κουστίζω) (για πράγματα) αντιπροσωπεύω ένα ορισμένο χρηματικό ποσό, στοιχίζω, έχω τόση αξία, τιμώμαι («η επίπλωση τού σπιτιού τού κόστισε δύο εκατομμύρια») νεοελλ. 1. (για γεγονότα) προξενώ ζημιά ή θλίψη (α. «μάς κόστισε ακριβά η… … Dictionary of Greek
ραδιοθεραπεία — Η χρησιμοποίηση της ακτινοβολίας των φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς. Αμέσως μετά την ανακάλυψη της ραδιενέργειας από τους Γάλλους φυσικούς Μπεκερέλ και Κιουρί, διαπιστώθηκε και η βιολογική ενέργεια της. Το 1901… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
Despina Vandi (album) — Despina Vandi Δέσποινα Βανδή Compilation album by Despina Vandi Released 2005 Recorded 1994 2000 Genre Laïka … Wikipedia
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek